- γοητευτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ελκυστικός, σαγηνευτικός: Μου έριξε ένα γοητευτικό βλέμμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γοητευτικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικός — ή, ό (Α γοητευτικός, ή, όν) [γοητεύω] νεοελλ. αυτός που γοητεύει, ο ελκυστικός αρχ. ο γοητευτικός … Dictionary of Greek
γοητευτικά — γοητευτικός neut nom/voc/acc pl γοητευτικά̱ , γοητευτικός fem nom/voc/acc dual γοητευτικά̱ , γοητευτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικῶν — γοητευτικός fem gen pl γοητευτικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικαῖς — γοητευτικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικαί — γοητευτικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικοῖς — γοητευτικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικῇ — γοητευτικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτική — γοητευτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικήν — γοητευτικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)